κλαρωτός
Смотреть что такое "κλαρωτός" в других словарях:
κλαρωτός — ή, ό [κλαρί] 1. γεμάτος κλαδιά 2. (για ζώα) αυτός που σκαρφαλώνει πάνω στα δέντρα 3. (για υφάσματα) αυτό που έχει τυπωμένα ή ζωγραφισμένα ή κεντημένα πάνω του λουλούδια ή κλαριά … Dictionary of Greek
ακλάρωτος — η, ο ο ακλάδωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλαρωτός < κλαρώνω] … Dictionary of Greek