κλαρωτός

κλαρωτός
η , ό см. κλαδωτός 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κλαρωτός" в других словарях:

  • κλαρωτός — ή, ό [κλαρί] 1. γεμάτος κλαδιά 2. (για ζώα) αυτός που σκαρφαλώνει πάνω στα δέντρα 3. (για υφάσματα) αυτό που έχει τυπωμένα ή ζωγραφισμένα ή κεντημένα πάνω του λουλούδια ή κλαριά …   Dictionary of Greek

  • ακλάρωτος — η, ο ο ακλάδωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλαρωτός < κλαρώνω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»